τεκές

τεκές
και ντεκές, ο, Ν
1. ισλαμικό ασκητήριο για δερβίσηδες
2. χασικλήδικο, καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tekke].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεκές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. ισλαμικό μοναστήρι. 2. καταγώγι χασισοποτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέκες — τίκτω bring into the world aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • Tekes — Pour les articles homonymes, voir Tekes (homonymie). Le terme grec tekes (ο τεκές), du turc tekke ou tekye (تكيه), est souvent lié au rebetiko et possède deux significations : lieu où se réunissent les confréries soufies : voir… …   Wikipédia en Français

  • Tekes (homonymie) — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Tekes est un terme grec (ο τεκές) souvent lié au style musical rebetiko ; Le xian de Tekes est une subdivision administrative de la région autonome… …   Wikipédia en Français

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λάρνακα — Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει… …   Dictionary of Greek

  • πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… …   Dictionary of Greek

  • χασικλήδικος — η, ο, Ν [χασικλής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο χασισοποτείο, τεκές. επίρρ... Χασικλήδικα σαν τον χασικλή …   Dictionary of Greek

  • Ιλί — (Ili). Ποταμός (950 χλμ.) της κεντρικής Ασίας. Διαρρέει την Κίνα και το Καζακστάν και σχηματίζεται από την ένωση των ποταμών Τέκες και Κούνγκες. Πηγάζει από τα βουνά Τιαν Σαν, στο βορειοδυτικό Ξιγιάνγκ, ρέει προς τα Δ κατά μήκος των συνόρων Κίνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”